- θαλασσογράφος
- θᾰλασσο-γράφος [γρᾰ], ον,A describing the sea, Tz.H.1.843.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλασσογράφος — ο (Μ θαλασσογράφος) νεοελλ. ζωγράφος που ασχολείται με τη θαλασσογραφία μσν. αυτός που ασχολείται με την περιγραφή τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + γράφος < γράφω (πρβλ. αγιο γράφος, γεω γράφος)] … Dictionary of Greek
θαλασσογράφος — ο 1. ζωγράφος που παίρνει τα θέματά του από τη θάλασσα. 2. ωκεανογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
θαλασσογραφία — Είδος ζωγραφικής που αντλεί θέματα από τη θάλασσα και ονομασία του πίνακα που αναφέρεται σε αυτήν. Αρχικά η θάλασσα αποτελούσε μέρος του τοπίου ενός πίνακα, σύντομα όμως έγινε το αποκλειστικό στοιχείο έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών. Πρώτοι… … Dictionary of Greek
θαλασσογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θαλασσογραφία («θαλασσογραφικός πίνακας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό] … Dictionary of Greek
Αϊβαζόφσκι, Ιβάν Κονσταντίνοβιτς — (1817 – 1900). Ρώσος θαλασσογράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πετρούπολης (1833 37). Το 1845 έγινε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, το 1847 καθηγητής και το 1887 επίτιμο μέλος της ίδιας Ακαδημίας. Ο Α. ήταν επίσης μέλος πολλών… … Dictionary of Greek
ωκεανογράφος — ο, η αυτός που ασχολείται με την ωκεανογραφία, ο θαλασσογράφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)